αντιπατριωτικός

αντιπατριωτικός
-ή, -ό
αυτός που βλάπτει την πατρίδα ή αρνείται τα πατριωτικά ιδεώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πατριωτικός. Η λ. μαρτυρείται στον Φιλικό Χριστόφορο Περραιβό (1773 -1863)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιπατριωτικός — ή, ό αντίθετος στην πατρίδα ή τα συμφέροντά της: Κατηγορήθηκε για αντιπατριωτικές ενέργειες στη διάρκεια της Κατοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”